- ὑδρόμελι
- ὑδρό-μελι, ιτος, τό,A hydromel, later Gr. for μελίκρατον, Dsc.5.9, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.3, S.E. M.6.44, Sor.1.52, Gal.6.274.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδρόμελι — Δροσιστικό ποτό, που παρασκευάζεται από μέλι ανακατεμένο με νερό. Κατά τη βράση του διαλύματος ανακατεύεται και ξαφρίζεται συνεχώς, όταν δε κρυώσει αρωματίζεται με άνθη τίλιου ή δεντρολίβανου και αφήνεται να ζυμωθεί για μεγάλο διάστημα. Το υ.… … Dictionary of Greek
μέθυ — το (Α μέθυ, υος) νεοελλ. 1. κάθε μεθυστικό ποτό 2. συνεκδ. κέφι, χιούμορ αρχ. 1. το κρασί 2. η μπίρα («οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέθυ αντιστοιχεί στο προσηγορικό όνομα της IE *medhu «μέλι, υδρόμελι» και συνδέεται με αρχ … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Hidromiel — (Del lat. hydromeli < gr. hydromeli < hydor, agua + meli, miel.) ► sustantivo masculino Bebida hecha con agua y miel: ■ los pueblos escandinavos atribuían un origen divino al hidromiel. TAMBIÉN hidromel * * * hidromiel (del lat. «hydromĕli» … Enciclopedia Universal
hidromel — (Del lat. hydromeli < gr. hydromeli < hydor, agua + meli, miel.) ► sustantivo masculino Bebida hecha con agua y miel. TAMBIÉN hidromiel * * * hidromel (del lat. «hydromĕli», del gr. «hydrómeli») m. Hidromiel. * * * hidromel o hidromiel.… … Enciclopedia Universal
απόμελι — ἀπόμελι ( ιτος), το (Α) υδρόμελι, φτωχικό ποτό … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
μέδος — μέδος, ἡ (Α) το υδρόμελι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με λιθουαν. medus «μέλι», αρχ. σλαβ. medŭ «μέλι» (βλ. λ. μέθυ)] … Dictionary of Greek
μελίκρατος — μελίκρατος, ιων.τ. μελίκρητος, ον (ΑM) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι 2. μτφ. (για πρόσωπα) γλυκός, γλυκομίλητος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίκρατον ποτό που ήταν μίγμα από μέλι και νερό, υδρόμελι αρχ. το ουδ. ως ουσ. υδαρής ύλη που ήταν… … Dictionary of Greek
μελίτειον — και μελίτιον και μελίτιν, τὸ (Α) είδος ποτού που παρασκευαζόταν από νερό και μέλι, υδρόμελι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. ειον (πρβλ. σωμάτ ειον)] … Dictionary of Greek